εσκεμμένως

εσκεμμένως
και εσκεμμένα (AM ἐσκεμμένως)
επίρρ.
1. με ενσυνείδητη πρόθεση, εκ προμελέτης:
2. με περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσκεμμένος, μτχ. παρακμ. τού σκέπτομαι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐσκεμμένως — deliberately indeclform (adverb) σκέπτομαι look perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσκοπημένως — ἐσκοπημένως (Μ) επίρρ. εσκεμμένως …   Dictionary of Greek

  • πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”